ἀμιδίων

ἀμιδίων
ἀμίδιον
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξύλιο — Η χαρακτηριστική ομάδα ( COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το …   Dictionary of Greek

  • λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… …   Dictionary of Greek

  • μεθύλιο — Αλκυλική ρίζα ( CH3) που προέρχεται από το μεθάνιο με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου. Το μ. χαρακτηρίζει τη σύσταση πολλών οργανικών ενώσεων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από βιολογική και βιομηχανική άποψη. Η πορεία των αντιδράσεων για την… …   Dictionary of Greek

  • νιτραμίνη — η συν. στον πληθ. οι νιτραμίνες χημ. συνοπτική ονομασία τών αμιδίων τού νιτρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο νόθο σύνθετο, πρβλ. αγγλ. nitramine < νίτρ(ο) * + amine «αμίνη»] …   Dictionary of Greek

  • ακεταμίδιο — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομόλογη σειρά των αμιδίων και έχει τύπο CH3CONH2. Λέγεται και αιθαναμίδιο και θεωρείται το αμίδιο του οξικού οξέος. Είναι σώμα κρυσταλλικό, λευκού χρώματος, με δυσάρεστη οσμή, σημείο τήξης 82°C και σημείο ζέσης… …   Dictionary of Greek

  • ισονιτρίλια — Οργανικές ενώσεις που είναι ισομερείς προς τα νιτρίλια. Είναι άχρωμα τοξικά υγρά, με πολύ έντονη οσμή, αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Παρασκευάζονται από μείγμα χλωροφορμίου (CΗCl3) και πρωτοταγούς αμίνης (RΝΗ2) σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”